Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πισύγγιον — τὸ, Α [πίσυγγος] εργαστήριο υποδημάτων, υποδηματοποιείο … Dictionary of Greek
πισύγγια — πισύγγιον shoemaker neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)